ακολουθια

ακολουθια
    ἀκολουθία
    ἥ
    1) сопровождение, свита
    

(θεραπόντων πλήθους Plat.)

    2) следование, сопутствие, тж. подчинение
    

(τοῖς πράγμασι Plat.)

    3) грам. согласование
    4) способность логического связывания или умозаключения Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακολουθια" в других словарях:

  • ἀκολουθία — ἀκολουθίᾱ , ἀκολουθία following fem nom/voc/acc dual ἀκολουθίᾱ , ἀκολουθία following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • ακολουθία — η 1. η λογική σειρά, η συντακτική συμφωνία στο λόγο: Στην πρόταση αυτή δεν υπάρχει ακολουθία, αλλά ανακολουθία. 2. το επακολούθημα, το συμπέρασμα: Αυτή είναι η λογική ακολουθία των πραγμάτων. 3. το σύνολο αυτών που ακολουθούν κάποιον (ιεραρχικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκολουθίᾳ — ἀκολουθίαι , ἀκολουθία following fem nom/voc pl ἀκολουθίᾱͅ , ἀκολουθία following fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπανού ακολουθία — Παρωδία κατά τον τύπο των εκκλησιαστικών ακολουθιών διάφορων μεσαιωνικών κειμένων. Ο πλήρης τίτλος του είναι: Ακολουθία του ανοσίου τραγογενή σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ εν έτει εφέτο. Γράφτηκε μεταξύ του 13ου και του 14ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • ἀκολουθίας — ἀκολουθίᾱς , ἀκολουθία following fem acc pl ἀκολουθίᾱς , ἀκολουθία following fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθίαι — ἀκολουθία following fem nom/voc pl ἀκολουθίᾱͅ , ἀκολουθία following fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθίαν — ἀκολουθίᾱν , ἀκολουθία following fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθιῶν — ἀκολουθία following fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθίαις — ἀκολουθία following fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθίην — ἀκολουθία following fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»